ὑποπτερίδιος

ὑποπτερίδιος
ὑποπτερίδιος, ον,
A = ὑπόπτερος, Dionys. ap. EM783.20 sq.; cf. ὑποπετρίδιος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποπτερίδιος — ον, Α υπόπτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόπτερος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. περικνημ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑποπτεριδίων — ὑποπτερίδιος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”